Bookmark and Share

23.11.09

Κασσιτερωταί ή Αλειφιάδες

Κασσιτερωτές ή Καλα(ν)τζήδες ή Γανωτ(ζ)ήδες ή στη συνθηματική γλώσσα τους “Αλειφιάδες”, λέγονται εκείνοι που με την τέχνη τους επικολλούν στα οξειδωμένα χαλκώματα (χάλκινα μαγειρικά σκεύη) κασσίτερο (καλάι) και έτσι τα κάνουν κατάλληλα για οικιακή χρήση ορισμένου χρόνου (αφού χρειάζεται περιοδικά να "καλαϊστούν" και πάλι) και ακίνδυνα σε δηλητηριάσεις κατά το μαγείρεμα των φαγητών. Χωρίς κασσιτέρωση τα χάλκινα σκεύη είναι άχρηστα και επικίνδυνα.


Η Καλαντζήδικη τέχνη είναι σκληρή και βάναυση. Τόσο σκληρή που όταν ήμαστε μικρά παιδιά οι πατεράδες μας, θέλοντας να μας απειλήσουν για τη νωχέλεια και την παιδική μας τεμπελιά, μας έλεγαν: “Μωρέ θα σε στείλω Καλαντζή έξι μήνες για να γίνεις άνθρωπος...”

Τα παλαιότερα χρόνια Καλαντζής σήμαινε ραγιάς θεληματικός και πειθαρχημένος της πιο σκλήρής και βρώμικης εργασίας και της πιο φτωχής και καθυστερημένης ζωής. Τώρα, βέβαια, (την εποχή της συγγραφής του βιβλίου – τη δεκαετία του '50) οι καλαντζήδες έχουν προοδεύσει και εξανθρωπιστεί αρκετά.
Μένει ανεξήγητο τι ήταν εκείνο που τους έκανε να υποβάλλονται σε τόσο δύσκολη, κακορίζικη και τραχεία (σκληρή) δουλειά, ενώ ασκούσαν ένα επάγγελμα επιτακτικής ανάγκης.

Ξεκινούσαν, κυρίως την Άνοιξη, σε ομάδες ανά 3-4, μεταξύ των οποίων απαραίτητα υπήρχε και ένας (τουλάχιστον) μαθητευόμενος. Άλλαζαν στο ξεκίνημα του ταξιδιού τους και ξανάλλαζαν κατά την επιστροφή τους τον Αϊ Δημήτρη (τον Οκτώβριο). Ο δρόμος του μαρτυρίου άρχιζε από την Ήπειρο. Φορώντας κάποιου είδους παπούτσια οι μαστόροι και ξυπόλυτοι, κατά κανόνα, οι μαθητευόμενοι οι οποίοι κουβαλούσαν στην πλάτη τους και το μεγαλύτερο φόρτωμα των εργαλείων της καλαντζήδικης τέχνης, που ήταν και το τίμημα για να μπορέσουν να μάθουν την τέχνη του καλαντζή και αποτελούσε υποβολή στα πρώτα βασανιστήρια μιας μαρτυρικής ζωής που ανοίγονταν μπροστά τους σαν “λαμπρό μέλλον”.
Στο ταξίδι τους αυτό διέσχιζαν τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία, τη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο. Και όσοι απ' αυτούς απόσταιναν (κουράζονταν) από τα πήγαινε-έλα του ανομολόγητου και μαρτυρικού αυτού μισεμού (ξενιτεμού), σταματούσαν και έμεναν μόνιμα σε διάφορες πόλεις της ελεύθερης Ελλάδας όπου και εξελίχτηκαν σε προοδευμένους επαγγελματίες.

Ο ταξιδιωτικός σάκος, “το μαχαλοσάκι τους”, δεν περιείχε παρά μόνο ξερό ψωμί και τούτο “αλειτούργητο” (καλαμποκίσιο) για διάστημα μιας ημέρας. Από κει και πέρα άρχιζε η “σιηντίλα” (επαιτεία/ζητιανιά), έργο του μικρού, του μαθητευόμενου. Έργο υποχρεωτικό που έπρεπε να έχει απόδοση, αλλιώς κρίνονταν ανίκανος και υποβάλλονταν σε τιμωρία, η πιο συνηθισμένη από τις οποίες ήταν η νηστεία και η συνεχής εργασία.

Η εργασία δεν ήταν στάσιμη, σε ένα μόνο μέρος. Μετακινούνταν συνεχώς από χωριό σε χωριό και από πόλη σε πόλη. Μόλις τελείωναν τη δουλειά στο ένα χωριό ξεκινούσαν για το γειτονικό. Σαν έφταναν εκεί η πρώτη τους δουλειά ήταν η αναζήτηση εργασίας και ψωμιού. Αυτό ήταν έργο του “Μαχαλατζή”. Αν στη γύρα που έφερνε μάθαινε πως δεν πέρασαν άλλα μπουλούκια και υπήρχαν χαλκώματα για γάνωμα, ειδοποιούσε τον μαθητευόμενο “Γιαλαξή” να βρει στερνάρι για το τρίψιμο και τον Αρχιμάστορα “Ντεζακτιάρη” να δώσει εντολή να στηθεί το συνεργείο σε καμιά αχυροκαλύβα ή σε κανένα ακατοίκητο παλιόσπιτο, που χρησιμοποιούσαν και ως εργαστήρι και ως χώρο για να κοιμηθούν. Αν δεν υπήρχαν χαλκώματα προχωρούσαν για το επόμενο χωριό. Έτσι κυλούσε το εξάμηνο ταξίδι τους.

Μόλις ζύγωνε ο Αϊ Δημήτρης και εμφανίζονταν τα πρώτα μηνύματα του χειμώνα, ξαναγύριζαν στον τόπο τους. Πεζοί, βαριεστημένοι από τους κόπους και τις κακουχίες, φορτωμένοι πιο πολύ με ό,τι τους έδιναν ή αποκόμιζαν από τη δουλειά τους και προπαντός “καζαντημένοι”, αγκομαχώντας από το φόρτωμα και με βιασύνη να φτάσουν πιο νωρίς στον τόπο που γεννήθηκαν και που τους τραβούσε ανεξήγητα.

Γύριζαν για να ζήσουν τους υπόλοιπους έξι μήνες, μια ζωή τελείως διαφορετική και παράξενη. Θ' άλλαζαν τα καλύτερα ρούχα, θα δέχονταν τα καλωσορίσματα μ' επιδεικτική αρχοντιά, θα κανόνιζαν το καζάντιο τους να περάσουν άνετα με τις φαμίλιες τους, όσο νά 'ρθει η ώρα του νέου τους ταξιδιού. Με την πείρα που αποκτούσαν από τις παρατηρήσεις που έκαναν στα ταξίδια τους, από την καλλιεργημένη ευφυία τους, συνέπεια της δύσκολης εργασίας τους, θεωρούνταν και ήταν οι καλύτεροι του χωριού, στους τρόπους και στις συζητήσεις τους. Η δε μεταξύ τους υποσυνείδητη ευγενής άμιλλα έγινε αφορμή προαγωγής και προκοπής, όχι μόνο των ίδιων, αλλά γενικότερα της κοινωνίας του χωριού τους.

Ίσως νά 'ναι τούτο που τους κάνει φιλιπάτρηδες, φιλόστοργους στην οικογένειά τους, φανατισμένους στις παραδόσεις, στα ήθη και τα έθιμα του τόπου τους, αμίαντους από επιδράσεις θεωριών και αντιλήψεων ξένων προς τις δικές τους συνήθειες και συνθήκες ζωής. Είναι πράγματι φαινόμενο για παρατήρηση η ψυχοσύνθεση και η νοοτροπία των ανθρώπων αυτών, που δουλεύουν και ζουν με τέτοιες παράδοξες αντιθέσεις.

Οι δύσκολες συνθήκες της εργασίας τους, η γεμάτη στερήσεις και ταλαιπωρία διαδρομή του ταξιδιού τους, το άγνωστο περιβάλλον στο οποίο βρίσκονταν κάθε φορά σε σχέση με τις ποικίλες ανάγκες της γυρολόγου ζωής τους, τους υποχρέωσαν να δημιουργήσουν δική τους συνθηματική γλώσσα. Αλλού με παράφραση ελληνικών λέξεων, αλλού με λέξεις μεταφορικής σημασίας, αλλού με ιδιωματισμούς τοπικούς και με λέξεις ξένες, επινόησαν ολόκληρο γλωσσάριο “νεολογισμών”, με το οποίο συνεννοούνται πλήρως χωρίς να γίνονται αντιληπτοί από τους αμύητους.

Οι πρώτοι Καλαντζήδες εμφανίζονται από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα (18ος αι.) στο Μπαμπούρι των Φιλιατών, γι' αυτό και ονομάστηκε “Καλαντζομάνα”. Η παράδοση δεν μας δίνει στοιχεία για το πώς και ποιοι πρωτόμαθαν την τέχνη. Από το Μπαμπούρι επεκτάθηκε η Καλαντζήδικη τέχνη και σε άλλα χωριά της περιοχής της Μουργκάνας: Τσαμαντά, Πόβλα, Λειά, Λίστα, Γλούστα, Αγίους Πάντες, Ξέχωρο, Φατήρι, Λίμποβο και σε μικρότερη έκταση στα υπόλοιπα χωριά της επαρχίας Φιλιατών. Τώρα (β' μισό του 20ου αιώνα) στα περισσότερα από αυτά τα χωριά έπαψαν να βγαίνουν Καλαντζήδες. Την πρώτη θέση έχει το Φατήρι, ο Παλαμπάς, ύστερα το Μπαμπούρι, ο Λειάς, ο Τσαμαντάς, η Πόβλα και σποραδικά το Ξέχωρο και οι Άγιοι Πάντες. Όμως εντελώς διαφορετικά από τις προηγούμενες γενιές.

Ο Γανωτής αισθάνεται πλέον την τέχνη του ως κοινωνική αποστολή. Και αξιώνει υλική και ηθική εκτίμηση, που τον εμφανίζουν ως επαγγελματία σοβαρό και αξιοπρεπή, ενώ προηγουμένως ήταν ο άσημος και περιφρονούμενος γυρολόγος, που του πρόσφεραν από έλεος και από οίκτο, μαζί με τη δουλειά και λίγα ξεροκόμματα ως βοήθημα.

Τόση βάναυση, σκληρή και περιφρονεμένη ήταν η δουλειά των Καλαντζήδων, ώστε εκείνους που δεν άντεξαν τις ταπεινώσεις και τις δυσκολίες, τους ανάγκασε να μεταναστεύσουν όσο μπορούσαν πιο μακριά από την Ήπειρο, και από την Ελλάδα ακόμα. Στην Αμερική. Πολλοί είναι οι Τσαμαντιώτες, οι Μπαμπουριώτες και οι Ποβλιώτες του Νέου Κόσμου. Με τα ίδια εφόδια της φιλεργίας τους και με ανθρωπινότερους όρους εργασίας πρόκοψαν εξαιρετικά. Το βλέπει κανείς και τώρα ακόμα στα πολυώροφα και αρχοντικά σπίτια του Τσαμαντά, του Λειά, της Πόβλας κλπ.

Αυτοί είναι οι “Κασσιτερωταί” ή Καλαντζήδες μας. Δώσαμε μια μικρή σκιαγραφία τους, για να βρούμε τα αίτια της δημιουργίας της ιδιωματικής διαλέκτου τους, την οποία γέννησε η αδήρρητος ανάγκη της ζωής τους. (Υπήρχε ανάγκη για μια συνθηματική διάλεκτο με την οποία θα μπορούσαν να συνεννοούνται μεταξύ τους και ταυτόχρονα να μη γίνονται αντιληπτοί από τους υπόλοιπους).
Παραθέτουμε εδώ το λεξιλόγιό τους, με όσες λέξεις κατορθώσαμε να συλλέξουμε (περίπου 400 λέξεις), έχοντας ως βάση την παράθεση ενός μικρού αριθμού λέξεων στο βιβλίο του λόγιου Τσαμαντιώτη Ν. Νίτσου, “Η Κώμη του Τσαμαντά”. Από τις λέξεις αυτές συναρμολογείται η συνθηματική γλώσσα των Καλαντζήδων ή Αλειφιάδων, τα “Αλειφιάτικα¨.

Δεκέμβριος 1945
ΧΡ. Β. ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ
εκ Λίστης Φιλιατών Θεσπρωτίας

Σημείωση: Εκτός των Αλειφιάτικων η Ήπειρος παρουσιάζει γλωσσάρια και άλλων τεχνητών. Τα Σωπικά (των βαρελάδων) και τα Μουτζούρικα (των αρτεργατών) που περιέχονται παρακάτω.
Τα Κουδαρίτικα, γλωσσάριο των κτιστών, Χουλιαράδων και Κονίτσης (Ηπ. Χρονικά, έτος 5ον, τ. Α΄, Β΄, 1930, Χ. Σούλης και Δ. Σάρρος).
Τα Μπουκουρέικα, των ραπτών της περιφέρειας Τζουμέρκων (Ηπ. Χρονικά, τ. Γ΄, 1926, σελ. 318) και τα Ρόμ(ι)κα, των γύφτων της Ηπείρου (Ηπ. Χρονικά, 1929, τ. Δ΄, σελ. 146-156, Σούλη). Περί των τελευταίων είχε ασχοληθεί και ο Κ. Φαλτάιτς. Βλέπε και Μητροπολίτη Παραμυθίας, Αθηναγόρα, “Φως από τα βάθη των Υδάτων, 1939”, σελ. 25.